Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΙΩΠΗΛΩΝ
Χειμώνας 1941
Το τελευταίο φθινόπωρο ξεκίνησε
κι ήταν κάτι ακαθόριστο, σαν κόμπος στο λαρύγγι,
σα μιά θηλιά ήρθε στο λαιμό και δέθηκε.
Κι η κάθε κίνηση όλο πιότερο τη σφίγγει.
Της πείνας το φθινόπωρο που εκίνησε,
δίχως ρομαντισμό ήρθε να κουρσέψει,
κι όπως καβάλησε στο φορτηγό αυτοκίνητο,
μιά λεία από ανθρώπους πλούσια θα μαζέψει.
Τα ξένοιαστα παιδιά μαζεύει, που άφησαν
τα γελαστά απογεύματα και τα παιχνίδια,
τα παιδιά που γυρνούν στους δρόμους, ψάχνοντας
για φλούδες κι αποφάγια στα σκουπίδια.
Μαζεύει αυτούς που πάγωσε στα χείλια τους
το ανέκφραστο χαμόγελο, που τρέφει η απελπισία.
Μαζεύει τους νεκρούς... Γιατί όσοι σώπασαν,
αυτοί σκοτώνουν της ζωής τη σημασία.
Κι έτσι σε δρόμους σκοτεινούς, τραβούν και χάνονται
και μια θηλιά στο τέρμα τούς προσμένει,
και μια θηλιά για τον καθένα κρέμεται,
μα σφίγγεται και πνίγει όποιον σωπαίνει.
Μες στης σιωπής το πέλαγος το ακύμαντον
η απελπισία ενός λαού διαβαίνει.
Στο πέλαγο η φωνή του θάρρους σώπασε
κι όταν σωπαίνει ένας Λαός, πεθαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που περιέχουν άσεμνο περιεχόμενο ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.