Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

«Θέλει Χατζιδάκιδες για να φυτρώσουν τα Χρυσαλιφούρφουρα»

Ο Γιώργος Αλλαμανής μιλά στη Ναταλί

 Χατζηαντωνίου για το νέο του βιβλίο...



Ο συγγραφέας αναφέρει ότι στόχος του ήταν να τεκμηριώσει ότι η «Λιλιπούπολη» είναι τα επεισόδιά της, μέσα στα οποία τα τραγούδια εντάσσονται με κάποια σεναριακή συνθήκη.

Πέντε χρόνια ήταν απαραίτητα στον δημοσιογράφο, ραδιοφωνικό παραγωγό και συγγραφέα Γιώργο Ι. Αλλαμανή για το βιβλίο του «Στον καιρό της Λιλιπούπολης», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τόπος».


Το βεβαιώνει και ο ίδιος. «Η έρευνα πήρε μπρος το φθινόπωρο του 2016. Η συγγραφή ξεκίνησε στον νότιο Πάρνωνα τον Ιούνιο του 2020 και ολοκληρώθηκε στο Παγκράτι, στο μικρό ρετιρέ που ξενυχτάει, τον Σεπτέμβριο του 2021», λέει, ευγνώμων που τη δουλειά του προλογίζουν στην έκδοση ο Νίκος Κυπουργός, ο Γιώργος Μητρόπουλος και ο Σιδερής Πρίντεζης.


Στην πραγματικότητα ούτε η 5ετία ήταν μεγάλο διάστημα για αυτό το επίτευγμα, ούτε ο Αλλαμανής έχει ξεμπλέξει οριστικά από την έρευνα και την «περιοδεία» του στο γοητευτικό και άγριο σύμπαν της «Λιλιπούπολης»: η αναφορά σε κάθε πρόσωπο εκείνης της εποχής (1975-1981) που ο Χατζιδάκις βρισκόταν επικεφαλής στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, σε κάθε στοιχείο της οργασμικής ραδιοφωνικής-πολιτιστικής δραστηριότητας αλλά και του κοινωνικού και πολιτικού περίγυρου, όχι μόνο απαιτούσε συνέντευξη, μελέτη και τεκμηρίωση, αλλά έσπρωχνε τον Αλλαμανή ακόμα πιο μακριά στον εν πολλοίς ανεξερεύνητο «πλανήτη» μιας μυθικής και μυθοποιημένης ραδιοφωνικής Ιστορίας για την οποία η βιβλιογραφία είναι περισσότερο και από ισχνή.


Ας αφήσουμε όμως τον Αλλαμανή να τα αφηγηθεί ο ίδιος, ξεκινώντας από μια απαραίτητη «προειδοποίηση» που καταργεί μια τεράστια παρεξήγηση: η «Λιλιπούπολη» δεν ήταν μια εκπομπή για παιδιά. Ηταν όμως μια εκπομπή που μπορούσαν άνετα να παρακολουθήσουν και παιδιά.


Γιατί επέλεξες ειδικά τη «Λιλιπούπολη» από την οργασμική «Εδέμ» του χατζιδακικού Τρίτου;


Το magic bus είναι το Τρίτο Πρόγραμμα. Η «Λιλιπούπολη» ήταν ένα από τα φωτισμένα του παράθυρα. Την επέλεξα γιατί ήταν ένα κουβάρι μύθου και πραγματικότητας, μια ζόρικη πρόκληση. Ο κόσμος την ταυτίζει με τα –υπέροχα ασφαλώς– τραγούδια της. Εγώ πάλι βάλθηκα να τεκμηριώσω ότι η «Λιλιπούπολη» είναι τα επεισόδιά της, μέσα στα οποία τα τραγούδια εντάσσονται με κάποια σεναριακή συνθήκη. Και βρέθηκα να ανασυνθέτω, εν τινι μέτρω, ένα ολόκληρο σύμπαν, την τοιχογραφία μιας αναγεννησιακής χατζιδακικής εποχής (1975-1982). Το έκανα τώρα, γιατί νεότερος δεν είχα ακονίσει τόσο τα ερευνητικά και συγγραφικά εργαλεία μου, ούτε είχα ανεπανόρθωτα σιχτιριστεί με τη νεοελληνική πραγματικότητα.



Οι περισσότεροι παραμένουν πράγματι με την εντύπωση ότι η «Λιλιπούπολη» ήταν κυρίως τα τραγούδια της και ότι ήταν μια εκπομπή για παιδιά...


Η πρώτη επανάληψη σωζόμενων επεισοδίων έγινε από την ΕΡΤ το 2002. Τα τραγούδια αυτονομήθηκαν, τα επεισόδια ξεχάστηκαν. Η εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» είναι το συναρπαστικότερο λάθος στην ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας. Διότι απέτυχε ως παιδαγωγικό πρόγραμμα για νήπια, αλλά πέτυχε ως κάτι θαυμάσιο, άλλο. Εγινε, στην ωριμότητά της, μια αόρατη μουσικοθεατρική παράσταση για μεγάλους, την οποία ώς έναν βαθμό μπορούσαν να παρακολουθήσουν και παιδιά. Πώς να αποκωδικοποιήσει ένα παιδί τον βαρύτατο, ερωτικά πένθιμο στίχο «και πάνω στο παγόβουνο, σ’ ένα σκαμνί μαρμάρινο / κάθεται εμένα ο άντρας μου, ο Σιωπηλός Χιονάνθρωπος»;


Στο βιβλίο σου διακρίνεις τέσσερις περιόδους στην πορεία της εκπομπής…


Ναι, τέσσερις εποχές: της αμηχανίας, της εφηβείας, της ενηλικίωσης και της εξόδου. Από το «Δεν ξέραμε τι είναι η κονσόλα», που έλεγε η Μαριανίνα Κριεζή, έως την ακμή και τη δημοφιλία, την κόπωση μετάλλων στα τέλη του 1979 και το πικρό φινάλε την άνοιξη του 1980.


Ο ΔΟΝΚΙΧΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ

Πότε σε κεραυνοβόλησε όμως πρώτη φορά ο έρωτας για τη «Λιλιπούπολη»;


Τα τραγούδια της είχαν διπλή αξία, καλλιτεχνική και αξία χρήσης. Τα φορούσαμε, κάποιοι γονείς και παιδιά, σαν πολεμική εξάρτυση δίπλα στη βαβούρα των συνοικιακών παιδότοπων. Μοιάζει οξύμωρο, αλλά εγώ πρώτα αγάπησα την εκπομπή και μετά, ξαφνικά, την ερωτεύτηκα. Ο έρωτας με κεραυνοβόλησε όταν άκουσα το «Ρόζα Ροζαλία» στη ραδιοφωνική, πρώτη και ανυπέρβλητη εκτέλεση με τη Νένα Βενετσάνου. Κι έχασα το μυαλό μου όταν έπεσαν στα χέρια μου ανέκδοτα επεισόδια, όπου μεταξύ άλλων η Σαπφώ Νοταρά-μάγισσα Μπρουνχίλντα καταπλέει πανηγυρικά στο Πόρτο Λίλι ταξιδεύοντας στο στόμα μιας φάλαινας.


Μόλις συνήλθα, είπα να γράψω ένα βιβλίο, δεν αντεχότανε κι η μνημονιακή βαρβαρότητα, ούτε το μαγγανοπήγαδο των ντόπιων ΜΜΕ όπου φάγαμε τα νιάτα μας. Μετακόμισα. Πήγα κι έγινα βοηθός του δημοσιογράφου Μπρίνη στον ραδιοφωνικό σταθμό της «Λιλιπούπολης». Με καλοδέχτηκε με τη φωνή του ηθοποιού Νίκου Τσιλούνη. Ποιος να ’ταν αυτός ο Τσιλούνης, αναρωτήθηκα. Κι άρχισα να σκάβω.



Αφού προηγήθηκε η ιδιότητα του ακροατή, ποια επεισόδια ανακαλείς;


Συγκινούμαι με «Το Ταξίδι και οι Περιπέτειες των Τριών Μάγων» που πρωτακούστηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1977, γιατί είναι το πρώτο επίτευγμα της ομάδας. Ξεκαρδίζομαι με τον Βασίλη Μπουγιουκλάκη στον μονόλογο «Λιλίπους Τύραννος» (συμμετέχει στο talent show «Γράπωσε την Ευκαιρία»…), γιατί η αρχαιοπληξία συναντά την εξουσιοφρένεια του δήμαρχου Χαρχούδα. Με εκπλήσσει ο κύκλος επεισοδίων με το άγαλμα της Βροντοσαυρίνας Γλυκερίνας (σαν να λέμε της Παναγίας) που «δακρύζει», γιατί είναι το πιο τολμηρό θέμα με το οποίο καταπιάστηκε η εκπομπή: τα ψευτοθαύματα, η εργαλειοποίηση της χριστιανικής μετάνοιας.


Και λατρεύω τον κύκλο με τα «φακελώματα», όπου οι αριστεροί της Λιλιπούπολης (ο Θόδωρος Μπογιατζής-Δυστροπόπιγκας, ο Σταμάτης Φασουλής-Μπιξ Μπιξ, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου-Μπομπίλα και ο Λάμπρος Τσάγκας-Παπαγάλος) αποκαλύπτουν τους μυστικούς φακέλους που κρατούσε ο Χαρχούδας, γιατί έκανα αντιπαράθεση με τον σωζόμενο φάκελο πολιτικών φρονημάτων του Χατζιδάκι. Εδώ οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συνάδελφο Νικόλα Ζηργάνο και την «Εφημερίδα των Συντακτών», που μου έδωσαν, ειδικά για το βιβλίο μου, πρόσβαση στον φάκελο του συνθέτη.


Αν εξαιρέσει κανείς τη δική σου έκδοση, υπάρχει πλήρες κενό στη βιβλιογραφία για τη «Λιλιπούπολη» και ισχνότατη βιβλιογραφία για το χατζιδακικό Τρίτο. Πού το αποδίδεις;


Στο ότι τα Πανεπιστήμια έχουν αλλεργία στην εκλαΐκευση, στο ότι πολλοί συνάδελφοι ασκούν λατρευτική δημοσιογραφία (ίσα μεγέθη ο Γιώργος Ρωμανός και η Κλειώ Δενάρδου…) και οι περισσότεροι ερευνητές τσαλαβουτάνε στο βουρκάρι του copy/paste, με τιμητικές εξαιρέσεις όπως ο λεπτολόγος Φώντας Τρούσσας. Στο ότι η αρχειακή πολιτική υπονομεύεται από την καχυποψία απέναντι στους ερευνητές – ακόμα περιμένω να μου δώσει το Εθνικό Θέατρο κατάλογο αποφοίτων της Δραματικής του Σχολής της περιόδου 1962-1972.


Στο ότι οι σχολές ΜΜΕ δεν στέλνουν μαζικά στην ΕΡΤ φοιτητές και φοιτήτριες για να ανεβάσει ταχύτητα το τρενάκι της ψηφιοποίησης. Στο ότι πολιτιστικά ιδρύματα και μουσεία δεν στηρίζουν την έρευνα, άρα μόχθος και έξοδα βαρύνουν τους Δονκιχώτες. Προσθέστε και τη γάγγραινα της ημιμαθούς εξιδανίκευσης. Στο βιβλίο μου ο Χατζιδάκις κάνει καψόνι σε συνδικαλιστές μουσικούς γελώντας χαιρέκακα ή ανακοινώνει, χωρίς προετοιμασία, ότι «ιδρύονται επτά συμφωνικές ορχήστρες». Μειώνουν αυτά την αξία του πολιτιστικού φαινομένου που υπήρξε το Τρίτο Πρόγραμμα επί των ημερών του; Ασφαλώς όχι.


Αυτή η γιγαντιαία έρευνα τι προϋπέθετε; Και συνεντεύξεις με τους συντελεστές; Πρόλαβες και την Κριεζή;


Πρώτα οι υποθέσεις εργασίας, με επόπτη την αμφιβολία. Μετά η εξαντλητική τεκμηρίωση, κάθε μέρα. Τέλος, η μνήμη των ζωντανών: οι συνεντεύξεις. Αφιερώθηκα σ’ αυτή την Αγία Τριάδα. Είπα ξεκινάω και όσο πάρει. Ναι, την πρόλαβα τη Μαριανίνα. Κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσει εκτενώς για τη «Λιλιπούπολη». Αν δεν μου έδινε συνέντευξη για το βιβλίο, θα σταματούσα την έρευνα. Ισως ακούγεται ακραίο, αλλά το εννοώ.


ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ

Στην πορεία ανακάλυψες 73 χαμένα μέχρι τότε –ακόμα και από το αρχείο της ΕΡΤ– επεισόδια. Πώς;


Υπάρχουν κι άλλα μη εντοπισμένα επεισόδια, μακάρι να βρεθούν. Τα 73 που συγκέντρωσα προέρχονται από ακροατές-διασώστες, πάτησαν το rec και το play του ραδιοκασετόφωνου και κράτησαν τις κασέτες 40 χρόνια. Μου τις εμπιστεύθηκαν. Το καλοκαίρι του 2021, με την άδειά τους, παρέδωσα όλο το ψηφιοποιημένο υλικό στο αρχείο της ΕΡΤ. Ηταν ζήτημα ηθικής τάξεως. Εκεί ανήκουν, στη δημόσια ραδιοφωνία, όχι σε μένα. Μεταδόθηκαν γύρω στα 300-320 επεισόδια, πλέον σώζονται 213, ικανά να αποτυπώσουν τη μαιανδρική πορεία της εκπομπής.



Είναι συλλογικό έργο μιας φωτεινής νεανικής ομάδας: οι συνθέτες Νίκος Κυπουργός, Λένα Πλάτωνος, Δημήτρης Μαραγκόπουλος και Νίκος Χριστοδούλου, η σεναριογράφος Αννα Παναγιωτοπούλου που καθόρισε την ενηλικίωση της εκπομπής, ασφαλώς η Μαριανίνα, η σκηνοθέτιδα Ρεγγίνα Καπετανάκη, η παραγωγός Ελένη Βλάχου, ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής, οι ηχολήπτες Γιάννης Συγλέτος και Γιάννης Σμπούνιας, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές Σπύρος Σακκάς, Αντώνης Κοντογεωργίου, Μαριέλλη Σφακιανάκη, Νένα Βενετσάνου, Σαβίνα Γιαννάτου κ.ά


Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο φρόντισες –και σωστά– να εντάξεις στη μελέτη σου, είναι ένα σχεδόν αυτόνομο ερευνητικό πεδίο ως ένα μεγάλο εισαγωγικό κεφάλαιο. Πώς εργάστηκες για αυτό;


Μιλάμε για το χατζιδακικό Τρίτο, αλλά στην πραγματικότητα ξέρουμε τον μύθο του, όχι την ιστορία του. Καταδύθηκα σε εφημεριδοστάσια και αναδύθηκα με κάμποσες χιλιάδες δημοσιεύματα. Χάραξα ιστοριογραμμή, έστησα πινακοθήκη συνεργατών (πάνω από 150 άνθρωποι επί επτά χρόνια – όσοι θαρρούν ότι στο Τρίτο αλώνιζε μια «αυλή» 20 ατόμων δεν ξέρουν τι λένε). Ανοίχτηκα στην πολιτική και πολιτιστική επικαιρότητα. Μέτρησα τις κρίσεις και συγκρούσεις που έπληξαν τη χατζιδακική αρμάδα, 13 τον αριθμό. Και αφιέρωσα 70 σελίδες για να γίνουν όλα αυτά ένα εικονογραφημένο εισαγωγικό ανάγνωσμα. Μακάρι να το ’χε κάνει κάποιος άλλος, να το ’βρισκα έτοιμο. Επρεπε όμως πρώτα να καταλάβω ο ίδιος τι συνέβη και μετά να δώσω μια πυξίδα στον αναγνώστη.


«ΔΥΟ ΜΕΛΙΤΖΑΝΕΣ ΚΑΘΟΝΤΑΝ Σ'ΕΝΑ ΜΑΒΙ ΣΑΛΟΝΙ»

Μια τέτοια έρευνα για έναν ραδιοφωνικό μύθο θα είχε φαντάζομαι συγκινητικές στιγμές, στιγμές χαράς από την ανακάλυψη και ενδεχομένως στιγμές απογοήτευσης.


Τον Αύγουστο του 2018, με τη μεσολάβηση και την εκλεκτή παρέα του Σιδερή, πήγαμε στην Ερέτρια και περάσαμε μια ολόκληρη μέρα στο ησυχαστήριο της Μαριανίνας. Μας περίμενε μπροστά στην εξώπορτα της ταπεινής μονοκατοικίας της. Βγήκα πρώτος από το αυτοκίνητο, δεν είχαμε ξανασυναντηθεί οι δυο μας. Αγκαλιαστήκαμε σιωπηλά πριν την «καλημέρα», δεν ξεχνιέται αυτό. Κάθε παρτιτούρα, κάθε φωτογραφία, κάθε μνήμη είχε τη χαρά της. «Θυμάμαι ένα τετράστιχο που δεν έγινε τραγούδι», μου είπε ο Σταμάτης Φασουλής. Για το μοβ χρώμα.


Κι άρχισε να απαγγέλει: «Δυο μελιτζάνες κάθονταν σ’ ένα μαβί σαλόνι / Και λέει η μια στην άλληνε: “Τασία, σουρουπώνει…”». Είναι αστρική αυτή η διαδρομή… Από ένα ζαρζαβατικό περνάει σε κάτι αστικό, σ’ ένα σαλόνι, για να καταλήξει σε μια μαγική στιγμή της φύσης». Χρωστάω επίσης χάρη στη Ρεγγίνα Καπετανάκη που φρόντισε γενναιόδωρα να συναντήσω πληροφορητές. Και μία δύσκολη στιγμή: τον Οκτώβριο του 2018 πέθανε ξαφνικά ο βαρύτονος και ιδρυτής της Χορωδίας του Τρίτου Αντώνης Κοντογεωργίου. Δεν είχα προλάβει να τον συναντήσω. Στενοχωρήθηκα, αν και δεοντολογικά είχα κάνει το σωστό, απαγορεύεται να πας σε συνέντευξη απροετοίμαστος. Τη μέρα του θανάτου του ξημερώθηκα αποθηκεύοντας αρχεία που είχε ανεβάσει στο facebook.


Καθώς αυτή η έρευνα οδηγούσε από το ένα στοιχείο στο άλλο, από τη μία τεκμηρίωση στην άλλη, από το ένα πρόσωπο στο άλλο, πώς μπόρεσες να βγεις από αυτόν τον γοητευτικό λαβύρινθο;


Σαν τον ζωγράφο που τη μια πλησιάζει στον καμβά για μια λεπτομέρεια και την άλλη κάνει δέκα βήματα πίσω για να μη χάσει τη συνολική εικόνα. Εκανα 51 συνεντεύξεις. Είναι απέραντος πάγκος σε πανηγύρι η μνήμη των ζωντανών. Οι πιο σοφοί μιλούν ταπεινά για επιτεύγματα σπουδαία. Αλλοι βγάζουν τα πιο καλά μπροστά, άλλοι τα αραδιάζουν όλα χύμα, άλλοι κορδώνονται στον καθρέφτη του ναρκισσισμού.


Με όπλο την κοινή λογική και οδηγό τις πηγές –δημοσιεύματα, έγγραφα, παρτιτούρες, φωτογραφίες, ήχους, ταινίες κ.λπ.– ο συγγραφέας βάζει στολή παραλλαγής. Δίνει τη Μάχη του Πέτα. Ημουν τυχερός (αν και μόνο τυχαίο δεν ήταν) που είχα σύμμαχο, συμπαραγωγό, προνομιακή αναγνώστρια και σελιδοποιό τη σύντροφό μου, τη Μάγδα Διαλεκτού. Στον πολιτισμένο άνθρωπο Βαγγέλη Γεωργακάκη των Εκδόσεων Τόπος παραδώσαμε έτοιμο βιβλίο 352 σελίδων, ένα λαϊκό δοκίμιο, όπως λέμε λαϊκό τραγούδι. Σημειωτέον ότι τα πρώτα τέσσερα χρόνια της έρευνας δεν είχα γράψει ούτε μία φράση του βιβλίου. Η έρευνα είναι το ταξίδι. Η συγγραφή είναι η αφήγηση δίπλα στο τζάκι.


Η «ΛΙΛΙΠΟΥΠΟΛΗ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ


Πότε είπες «φτάνει»; Ή είναι αμφίβολο αν θα το πεις ποτέ;


Ο Γιώργος Χειμωνάς έλεγε πως ένα κείμενο δεν τελειώνει ποτέ. Η τελευταία λέξη, πόσο μάλλον η δημοσίευση, είναι μια πράξη βίας. Αυτό μου θυμίζει τη βία του τοκετού. Είπα «φτάνει» όταν το κυοφορούμενο ωρίμασε, άνοιξε τα μάτια του κι έγινε ένα αφήγημα. Αποκαλυπτικό; Μακάρι. Πλήρες; Ποτέ. Στα πίσω δωμάτια της έρευνάς μου ή σε καταπακτές που δεν άνοιξα περιμένουν σκόρπια τεκμήρια βίου και τέχνης. Ψηφίδες. Δε λέει να τις καις με μια ανάρτηση στο facebook. Πρέπει να γίνουν ψηφιδωτό.


Είναι γνωστό ότι επεισόδια της «Λιλιπούπολης» είχαν κοινωνικοπολιτικές αιχμές. Σε ποιο σημείο του πολιτιστικού «χάρτη» μας θα μπορούσε να επιβιώσει η «Λιλιπούπολη» στη σημερινή Ελλάδα;


Σήμερα την κοινωνικοπολιτική δουλειά που έκανε, ας πούμε, η «Λιλιπούπολη» ή ένα τμήμα τής τότε επιθεώρησης, ή καλλιτέχνες όπως ο Χάρρυ Κλυνν, την κάνουν μερικοί stand up comedians, σκηνοθέτες σαν τον Οικονομίδη και λίγοι φωτισμένοι MCs του σύγχρονου λαϊκού μας τραγουδιού που είναι το ραπ – λίγοι, σαν τον Bloody Hawk και τον ΛΕΞ, γιατί υπάρχει πολλή σαβούρα. Η «Λιλιπούπολη» –μιλάμε για τα επεισόδια, έτσι;– είτε ακούγεται ως τεκμήριο για τις προσδοκίες και τις αυταπάτες της Μεταπολίτευσης είτε ως λαμπρή διαχείριση χαρακτήρων και καταστάσεων, αφού πολιτικά ψώνια σαν τον Πρίγκιπα, υστερικοί γονείς σαν την Πιπινέζα και επιστήμονες ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο σαν τον Δρακατώρ υπάρχουν διαχρονικά.


Αλλο λείπει. Η πεφωτισμένη πολιτιστική δεσποτεία, μας αρέσει δεν μας αρέσει. Θέλει Χατζιδάκιδες για να φυτρώσουν τα Χρυσαλιφούρφουρα. Το λέω ξέροντας ότι και την εποχή εκείνη ο Χατζιδάκις ως πολιτιστικός διαχειριστής ήταν εξαίρεση. Πάντως, μια τέτοια υπερπαραγωγή (μόνο οι ηθοποιοί ήταν 30) σήμερα θα ευδοκιμούσε σε συνεργασία με τον ιδιωτικοποιημένο, πλέον, πολιτισμό, μάλλον θα ’χε και εικόνα, γιατί ούτε τα παιδιά ούτε εμείς ταξιδεύουμε μόνο με τον ήχο, και θα εντασσόταν σε πολύχρωμη δέσμη εκδηλώσεων μία, άντε δύο σεζόν. Δεν θα ’ταν ακριβώς «Λιλιπούπολη», ίσως να μην την πρόσεχαν και πολλοί. Το 1979 την πρόσεξαν –την αγάπησαν παράφορα ή την πολέμησαν λυσσαλέα– γιατί στα FM υπήρχαν όλοι κι όλοι τέσσερις σταθμοί και στην τηλεόραση δύο κανάλια. Τώρα «ο χάρτης μας», όπως πολύ ωραία το λες, είναι ένα ψηφιακό λούνα παρκ όπου όλα γυρίζουνε τρελά, με το δάχτυλο στο κινητό.


ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ


Οταν ο Νίκος Κυπουργός έβαλε ένα σημαδάκι στο πρώτο «φου»


Το τραγούδι «Χρυσαλιφούρφουρο» σε μουσική του Νίκου Κυπουργού περιέχει έναν απ’ τους πιο αισιόδοξους ερωτικούς στίχους που γράφτηκαν ποτέ. «Κάποιος / σ’ αγαπάει / και δεν το ξέρεις…» Με άλλα λόγια, κάπου υπάρχει η αγάπη σου. Φύσα το λουλούδι, θα δεις τα σημάδια να χορεύουν στον αέρα.


Την παραμυθένια λέξη του τίτλου εμπνεύστηκε η Ρεγγίνα Καπετανάκη, τους στίχους έγραψε η Μαριανίνα Κριεζή. Ηχογραφήθηκε με τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου στην κλονιζόμενη από μετασεισμούς Αθήνα τον Μάρτιο του 1981, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου ο Εγκέλαδος είχε αφήσει πίσω του 20 νεκρούς. Είναι γαλλοθρεμμένο: ο συνθέτης το μελοποίησε στο Παρίσι, μετά τον Μάιο του 1980 που κόπηκε η εκπομπή.


Αποτελεί το κύκνειο άσμα της και καθυστέρησε να γίνει γνωστό γιατί δεν υπήρχε όταν κυκλοφόρησε το διπλό βινύλιο με τα τραγούδια που διηύθυνε ο Χατζιδάκις. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πρωτομπήκε σε cd και έγινε hit.


Ο συνθέτης κράτησε το χειρόγραφο με τα ολοστρόγγυλα, πεντακάθαρα γράμματα της στιχουργού. Το μετέτρεψε σε ηχοληπτικό σημειωματάριο. Και το είχε μπροστά του στο Στούντιο 1 της Κολούμπια όταν η Σαβίνα τραγούδησε το «Χρυσαλιφούρφουρο». Δημοσιεύεται πρώτη φορά στο βιβλίο «Στον καιρό της Λιλιπούπολης».



«Οι αριθμοί 10, 11, 13, 14 είναι τα κανάλια της κονσόλας όπου γράφτηκε η φωνή, έγιναν τέσσερα take. Τα αξιολογώ για την τελική μίξη. Βλέπεις ότι κάτω δεξιά έχω βάλει και σταυρούς: τρεις στο 10, δύο στο 11, κανέναν στο 14», λέει στον συγγραφέα.


Εύλογη απορία: κι αυτό το σημαδάκι –σαν περισπωμένη– στο πρώτο «φου» της λέξης χρυσαλιφούρφουρο, τι είναι; «Είναι για να ζητήσω απ’ τη Σαβίνα να κάνει ένα μικρό φουρφούρισμα με τη φωνή, στο συγκεκριμένο σημείο…»


efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια που περιέχουν άσεμνο περιεχόμενο ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.

Φόρμα άμεσης επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *