Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Αφιέρωμα στο συνθέτη Γιώργο Χατζηνάσιο



Διαβάστε για τη ζωή
και το έργο του μεγάλου
Έλληνα συνθέτη,
καθώς και μια αφοπλιστική
συνέντευξη του 2013



Ένας από τους χαρισματικούς συνθέτες που μας κέντρισαν την προσοχή από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 γεμίζοντας τον τόπο τραγούδια που αγαπήθηκαν πάρα πολύ από τον κόσμο, είναι ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που η παρουσία του ως επίγονος των μεγάλων δημιουργών της χρυσής δεκαετίας του ’60, αποτέλεσε για κάποιους «νάρκη» στον ήδη χαραγμένο μουσικό δρόμο. Αυτό οδήγησε στην ανεπιθύμητη για τον ίδιο ταμπέλα του εμπορικού δημιουργού που φέρει όμως ψήγματα απαξίωσης ως προς την ποιότητα του είδους που εκπροσωπεί. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει πει για εκείνον: «Είναι ο επιτυχημένος συνθέτης που υποψιάζομαι "δεν τη βρίσκει" με την επιτυχία». Και είναι αλήθεια, ο Χατζηνάσιος σ’ ένα μουσικό κρεσέντο από τις σπουδές του μέχρι και τον πολυμέτωπο αγώνα που είχε να αντιμετωπίσει στην ελληνική καλλιτεχνική αρένα, δεν πάλεψε να αναμετρηθεί με την επιτυχία, δεν τη διεκδίκησε, πάλεψε να υπάρξει πλάι της, γι’ αυτό και εκείνη του παραδόθηκε ανευ όρων.


Ένας Βαρδάρης φύσηξε ως το Παρίσι

Ο Χατζηνάσιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942. Είχε καλλιτεχνικές ρίζες στο οικογενειακό δέντρο από τον πατέρα του Αγάπιο που ήταν εξαίρετος σαξοφωνίστας και από τον παππού του, ο οποίος επιδόθηκε στη ζωγραφική και την αγιογραφία. Αυτό το πατρογονικό «μικρόβιο» της δημιουργίας μαζί με την εκλεπτυσμένη παιδεία της μητέρας του ως δασκάλας ήταν τα στοιχεία που συνέβαλλαν κι αυτά στην ευαίσθητη φυσιογνωμία του Χατζηνάσιου. Από 6 χρονών ξεκινά τα μαθήματα πιάνου στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Εφτά χρόνια μετά αποκτά το πρώτο πιάνο στο σπίτι, καθώς μέχρι τότε η μελέτη γινόταν σε κάποιες θείες του. Είναι πια σε θέση να παίζει και ακορντεόν σε διαφορα πανηγύρια σε χωριά της Βορείου Ελλάδος.

Με εξέλιξη θεαματική και όνειρο να γίνει σολίστ συνεχίζει τις σπουδές του στην Αθήνα. Ο πρώτος που τον πήρε από το χέρι ήταν ο μπουζουξής Χάρης Λεμονόπουλος με τον οποίο παίξανε μαζί σε κάποιο μαγαζί της οδού Αχαρνών. Από το Εθνικό Ωδείο καταλήγει στο Παρίσι, όπου εμβαθύνει και τελειοποιείται στη συνθετική και ενορχηστρωτική διάσταση της μουσικής. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τα πρώτα τραγούδια που γράφει είναι με τη Μαρινέλλα και γίνονται αμέσως επιτυχίες όπως «Κρίμα το μπόι σου» και άλλα. Από το σημείο αυτό και έπειτα ανατρέπει με την παρουσία του την εικόνα του ψυχαγωγικού τραγουδιού προσδίδοντάς του τη σωστή λειτουργία.



Χρόνια να παίζει το τρανζίστορ… Χατζηνάσιο...

Με κατεύθυνση προς τη σχολή Πλέσσα και με πολλούς χρωματισμούς από τη τζαζ μουσική, κινείται όλα αυτά τα χρόνια από πιο έντεχνους σε πιο λαϊκούς ήχους, έτσι ώστε να φοριούνται σαν καλοσιδερωμένο πουκάμισο επάνω στους στίχους. Ο ίδιος είχε πει σε κάποια συνέντευξή του: «Εγώ γράφω. Δεν μιλάω. Άλλοι μιλάνε και δεν γράφουν. Και μιλώντας, τα μουσικά τους ελαττώματα τα παρουσιάζουν σαν προτερήματα». Μέχρι και σήμερα υπάρχουν περίπου γύρω στους 60 δίσκους που φέρουν την συνθετική του υπογραφή ενώ έχει συνεργαστεί με σπουδαίους στιχουργούς όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μιχάλης Μπουρμπούλης, Λίνα Νικολακοπούλου, Κώστας Τριπολίτης, Νίκος Γκάτσος και άλλοι. Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει οι Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Νάνα Μούσχουρη, Γιάννης Πάριος, Δήμητρα Γαλάνη, Μανώλης Μητσιάς, Τάνια Τσανακλίδου και πολλοί ακόμα σημαντικοί τραγουδιστές.

Έχει γράψει μουσική για θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές σειρές ενώ φέρει στο ενεργητικό του χρυσές και πλατινένιες τιμητικές διακρίσεις. Έχει τιμήσει ιδιαιτέρως την πατρίδα μας στο εξωτερικό ως πρεσβευτής της ελληνικής μουσικής και έχει βρεθεί στους μεγαλύτερους χώρους θεάματος σε όλο τον κόσμο, με αποκορύφωμα την παρουσία του στις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Πρόκειται για το έργο με τίτλο «Ωδή στο Μ. Αλέξανδρο» που στάθηκε η ευτυχής συγκυρία, για να ανοίξουν τον επί δεκατίες κεκλεισμένων των θυρών αρχαιολογικό χώρο. Στην παράσταση αυτή τα τραγούδια ερμήνευσαν οι Πέτρος Γαϊτάνος και Γρηγόρης Βαλτινός.


Κινείται με φοβερό ελιγμό από τις πιο ελαφριές συνθέσεις, σαν το «Μάθημα Σολφεζ» που αποτέλεσε το διαγωνιστικό μουσικό κομμάτι για την Ελλάδα στην Eurovision του 1977, μέχρι και τη μελοποίηση του «Μονογράμματος» του Οδυσσέα Ελύτη αλλά και τους βυζαντινούς δρόμους του «Χρονικού της Αλώσεως», με τη πνευματική διάυγεια των κειμένων του Γεωργίου Φραντζη εμποτισμένα με τις μουσικές του πινελιές.


Ένας λαϊκός σολίστ

Με ισχυρά θεμέλια γνώσεων ο Χατζηνάσιος αναζήτησε έντονα την πρωτοτυπία στη μελωδία λειτουργώντας, όμως πάντοτε αφαιρετικά θέλοντας να αποδόσει στις νότες συνθέσεις απλές και όχι πολύπλοκες. Δεν προσπάθησε ποτέ να βάλει στις μουσικές του όλα όσα ξέρει, χρησιμοποιήσε πολλά δυτικά στοιχεία και επιδίωξε πάντα να ξετρυπώσει μέσα από τα λόγια το παιχνίδι με τις νότες σε μια ένωση κάθε φορά μοναδική. 

Οι πρώτοι που άκουγαν τα τραγούδια ήταν πάντα οι φίλοι του, γι’ αυτό και πρωταρχικός σκοπός του ήταν η μεταξύ τους χαρά και διασκέδαση. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο έχει γράψει πολλά ζωηρά κομμάτια στα οποία ξεχωρίζει μια παράξενη καθαρότητα και μια παιδικότητα, όπως «Σ’ όποιον αρέσουμε», «Ξενύχτησα στην πόρτα σου», «Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο», «Ο ανθρωπάκος» και άλλα.

Με γερές καταβολές στον κόσμο του συναισθήματος, τα τραγούδια του φέρουν όλα έναν λυρισμό και θαρρείς πως πίσω από κάθε μπαλάντα που ακούμε κρύβεται και μια αληθινή ιστορία αγάπης. Έμπνευσή του είναι πάντα το ερωτικό πάθος και αφετηρία του είναι η επι σειρά πολλών ετών σχέση του με τη γυναίκα του. Συνθέτει μελωδίες που σιγοντάρονται περίτεχνα από τη συμφωνική μουσική, χωρίς όμως να κουβαλάνε στην πλάτη το βάρος ενός κλασικού έργου. Αυτή είναι και η μαεστρία του. Έτσι, γράφει κομμάτια όπως «Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ», «Καμιά φορά», «Έτσι φτιάχνεται η αγάπη», «Το σώμα που ζητάς», «Τα γαλάζια γράμματα» και τόσα άλλα. Μάλιστα, οι στίχοι του τελευταίου κομματιού γράφτηκαν σε ανύποπτο χρόνο από τον Γιώργο Κανελλόπουλο αποτελώντας μια έκπληξη για το συνθέτη, ο οποίος απόρησε και χαμογελάσε στην ανάμνηση των πραγματικών γαλάζιων γραμμάτων που λάμβανε από τη γυναίκα του την περίοδο που ήταν στο Παρίσι και φυσικά στην παράξενη σύμπτωση της ζωής που τον μετέτρεψε σε κοινωνό μιας ιστορίας με το δικό του χρώμα.


Δεν μπλέχτηκε ποτέ στο μελίσσι της πολιτικής, επιθυμώντας να παραμένει πάντα μακρυά από κόμματα και κλίκες. Υπήρξε και είναι πολιτικοποιημένος, όμως δεν επιδίωξε ποτέ να εκφραστεί η σκέψη του μέσα από τη δουλειά του. Επέλεξε μια στάση ουδέτερη. Ωστόσο, την εποχή που πρωτοτραγουδήθηκαν τα κομμάτια «Πού θα πάει», «Συμβιβαζόμαστε», «Τι να πούμε» πήραν μια πολιτική διάσταση στη συνείδηση του κόσμου, χωρίς να είναι αυτός ο λόγος που τα γέννησε. Όμως, η ανάγκη των ανθρώπων τη δεδομένη στιγμή τα αποκωδικοποίησε με τα σήματα του ευρύτερου πολιτικού ορυμαγδού.


Τον λένε Γιώργο και ποτέ δεν τραγουδάει

Είναι ένας καλόβολος και πολύ συνεσταλμένος άνθρωπος που κρατά ισχυρούς δεσμούς με την οικογένειά του και με τους φίλους του, γεγονός που του χαρίζει μια μαγική σταθερότητα και μιαν αόρατη ισορροπία, απολύτως διακριτή και στο καλλιτεχνικό του έργο. Ερωτικός και ευγενής μόλις ακουμπά τα χέρια στο πιάνο μ’ αυτό το μελαγχολικό του βλέμμα, αφήνει τις νότες να ξεχυθούν στο χώρο προκαλώντας αμέσως το αυτί μας να μείνει εκεί καρφωμένο για ώρες.

Η Νάνα Μούσχουρη έχει πει για εκείνον: «Έχει ένα προσωπικό στυλ τελείως δικό του και μια μεγάλη ευαισθησία στον τρόπο που παίζει και γράφει». Με τα πόδια να πατούν στη γη δεν αντέχει τα λιβανίσματα και αποφεύγει τη μεγάλη προβολή. Προτιμά να αποτραβιέται στο ασφαλές καταφύγιο της οικογένειάς του. Είναι ευσυγκίνητος αλλά δεν αφήνει ποτέ να εξελιχθεί σε αδιάκοπη ροή δακρύων αυτή η παράξενη υγροποίηση στα μάτια, όταν αναταράσσεται η ψυχή.

Είναι ο συνθέτης που αποπνέει μιαν αρχοντιά και μέσα από βιρτουόζικους αυτοσχεδιασμούς, ξέρει να χειρίζεται τέλεια το γνήσιο ελληνικό ηχόχρωμα του μπουζουκιού, σ’ ένα γοητευτικό σουλάτσο στα σοκάκια του έρωτα, παρέα με τα άγνωστα για τους περισσότερους, τερτίπια της κλασικής μουσικής. Αυτό τον καθιστά οπωσδήποτε μοναδικό αποδεικνύοντας, πώς η ποιότητα είναι κάτι πρωτογενές που δύναται να συναντήσουμε σε όλα τα είδη μουσικής και δεν χρειάζεται να φωνάζει από μακρυά, για να γίνει αντιληπτή. Σ’ αυτή τη σιωπηλή παρουσία έγκειται η γοητεία της, κάνοντάς την πολύτιμη στα χέρια σημαντικών δημιουργών, όπως ο Γιώργος Χατζηνάσιος.



Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 


Το περασμένο καλοκαίρι, στις 28 Ιουλίου, εμφανιστήκατε μαζί με τον Πέτρο Γαϊτάνο στο προαύλιο του θεάτρου BADMINTON σε μια ξεχωριστή παράσταση με τίτλο «Προσωπικές διαδρομές». Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα; Κι αφού έχει πραγματοποιηθεί πια, ποια είναι συναισθήματά σας από το αποτέλεσμα;

Με τον Πέτρο Γαϊτάνο δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε βέβαια. Έχουμε συνεργαστεί στον «Μεγαλέξανδρο», έχουμε συνεργαστεί στα σήριαλ «Τα φτερά του έρωτα», «Σύνορα αγάπης». Εγκαινιάσαμε την «Γιορτή των αγγέλων» στη Θεσσαλονίκη… Πάντα μου έλεγε ο Πέτρος να κάνουμε και κάποια πράγματα που αγαπάμε ιδιαίτερα μέσα από δικά του τραγούδια -που έχει τραγουδήσει-, αλλά και μέσα από δικά μου, να τα μπλέξουμε και να κάνουμε μια συναυλία . Κάποια στιγμή πήρε ο Πέτρος (σ.σ. τηλέφωνο) και μου λέει «Γιώργο αυτό που λέγαμε, να το κάνουμε;» Λέω «βέβαια, να το κάνουμε!». Εγώ ήξερα ότι τον Ιούλιο είμαι πάντα στο εξοχικό μου, εκεί ξεφεύγω λίγο από την Αθήνα. Για μένα ήτανε «σπάσιμο» αυτό γιατί κατέβηκα ειδικά για να γίνει αυτή η συναυλία. Αλλά προκειμένου να κάνουμε αυτή τη ζεστή συνεργασία, που θέλαμε τόσο πολύ, αυτό (σ.σ. η απόσταση) ήταν πταίσμα! Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα! Κι έτσι λοιπόν συναντηθήκαμε, είχαμε κάνει και κάποιες πρόβες πριν φύγω εγώ, μου είχε στείλει και τα κομμάτια τα δικά του -που δεν ήξερα εγώ- σε παρτιτούρες κι έτσι όταν γύρισα κάναμε την τελική πρόβα κι έγινε η συναυλία. Ήταν μια εμπειρία πάρα πολύ καλή! Ήξερα εκ των προτέρων, βέβαια , ότι τα χνώτα μας ταιριάζουνε με τον Πέτρο. Ήμαστε πολύ ευχαριστημένοι από την απόδοση. 




Κάποια στιγμή, μέσα στην παράσταση παίξατε στο πιάνο αγαπημένα κινηματογραφικά μουσικά θέματα από τον ξένο κινηματογράφο. Αυτό ήταν δική σας ιδέα;

Ήταν δική μου ιδέα. Την έχω ξανακάνει βέβαια κι άλλη φορά. Ήταν μουσικές πασίγνωστες κι έτσι δείχνω αυτό που αγαπώ πάρα πολύ, το πιάνο!


Το πιάνο ήταν το πρώτο όργανο όταν ασχοληθήκατε με τη μουσική;

Ήμουν έξι χρονών όταν ξεκίνησα. Ο μπαμπάς μου ήταν καθηγητής μουσικής, ο οποίος διέβλεψε ότι κάπου τα πάω καλά με τη μουσική. Δίδασκε και πνευστά και κιθάρα και κρουστά. Εκείνη την εποχή όλοι οι γονείς έκαναν τα παιδιά τους ό,τι ήθελαν αυτοί. Ήσουν μπακάλης, τα έκανες μπακάλη. Ήσουν καθηγητής, τα έκανες καθηγητή. Ήσουν μουσικός, τα έκανες μουσικό. Κάποια στιγμή μου λέει «Δύο είναι τα πιο σπουδαία όργανα στη μουσική –που δεν έπαιζε κανένα από αυτά ο μπαμπάς μου- το πιάνο και το βιολί. Τι θέλεις; Τι προτιμάς;» Δεν είχαμε πιάνο στο σπίτι μας τότε. Στο μεταξύ είχα παρατηρήσει ότι οι βιολίστες εκεί που ακουμπάν στο λαιμό το βιολί είχαν ένα πράγμα μελανό, σαν έκζεμα. Και με τα παιδικά μου μάτια αυτό μου φαινόταν τρομερό! Και χωρίς δεύτερη κουβέντα του λέω «Μπαμπά όχι, όχι βιολί! Θα βγάλω σημάδια! Θέλω πιάνο!». «Πιάνο, πιάνο», μου λέει «αλλά θα πηγαίνεις στη θεία σου μετά το σχολείο!». Για να μάθω τα πλήκτρα, για την πρώτη επαφή. Την επόμενη σεζόν γράφτηκα στο Μακεδονικό Ωδείο με καθηγητή τον Φλώρο, τότε… Κι άρχισαν τα μαθήματα της μουσικής. Εγώ προοριζόμουν για σολίστας του πιάνου αλλά άλλο τι ήθελαν οι γονείς κι άλλο η πραγματικότητα.


Πότε νιώσατε ότι το πιάνο και γενικότερα η μουσική θα έπαιζε τόσο μεγάλο ρόλο στη μετέπειτα ζωή σας;

Αυτό ήταν προδιαγεγραμμένο από πριν ότι εγώ θα γινόμουν μουσικός! Από τη στιγμή που με έβαλε ο μπαμπάς μου στο Ωδείο, δεν υπήρχε άλλη περίπτωση! Δεν ήμουν μόνο εγώ, αλλά και τα άλλα μου αδέρφια μουσικοί έγιναν. Παράλληλα με τις κλασικές σπουδές, ο πατέρας μου -σαν «κρυφό σχολειό» - μου δίδασκε τζαζ. Είχε αλληλογραφία με Αμερική και του στέλνανε τα πιο προηγμένα περιοδικά της τζαζ και μου διάβαζε πως συμπεριφέρονται οι τζαζίστες μουσικοί και παράλληλα μου’ παιζε και κομμάτια αμερικάνικα, εγώ ήμουν οκτώ-εννιά χρονών κι ήξερα να διαβάζω μουσική. Μου ‘λεγε «Δεν θα το παίζεις το κομμάτι όπως σας έχουν μάθει στο Ωδείο, σαν στήλη άλατος, θέλει παλμό. Να κουνάς και το σώμα σου». Αυτό μου’ δωσε ένα feeling εμένα! Αυτό νομίζω ότι μ’ επηρέασε πάρα πολύ, αυτή η κίνηση στο σώμα μου! Στο μεταξύ, στο Ωδείο δεν έλεγα ότι παίζω τζαζ γιατί απαγορευόταν! Η τζαζ για τους κλασικούς είναι αίρεση! Αλλά εγώ λέω, εντάξει θα γίνω σολίστας αλλά απ΄ ό,τι βλέπω πρέπει να βγάλω και μεροκάματο.


Έτσι αρχίζετε να παίζετε σε κέντρα της εποχής;

Εγώ τρία πράγματα έκανα τότε. Σχολείο, γυμνάσιο, ωδείο και δουλειά…. Μάλιστα, στο γυμνάσιο πήγα στον Κότσιρα τον γυμνασιάρχη γιατί μας κουρεύανε γουλί τότε και δεν με έπαιρναν στη δουλειά και τον παρακάλεσα να μου αφήνουν λίγο μαλλί για να μπορώ να βοηθώ την οικογένειά μου οικονομικά. Εκείνος το δέχτηκε κι έτσι πήγαινα σε διάφορες Λέσχες Σωματείων που έκαναν χορούς Σαββατοκύριακα κι έτσι έβγαζα χαρτζιλίκι. Όταν ερχόταν ο 6ος στόλος των Αμερικανών στη Θεσσαλονίκη και βγαίναν οι ναύτες, ανοίγαν τα καμπαρέ για τέσσερις-πέντε μέρες. Πήγαινα εγώ από τις τέσσερις το μεσημέρι μέχρι τις οκτώ που πήγαιναν στα πλοία τους οι ναύτες κι έπαιζα κι έβγαζα λεφτά. Μας δίναν και δολάρια και τσιγάρα… Να σκεφτείς στο σχολείο-από δεκατεσσάρων καπνίζω- ήμουν η μασκότ! Όλοι με περιτριγύριζαν να τους δώσω αμερικανικά τσιγάρα.



Οι εμπειρίες σας από αυτόν τον διαφορετικό μουσικό χώρο σε σχέση με την κλασική μουσική παιδεία του Ωδείου; Οι εμπειρίες αυτές σας βοήθησαν μετά;

Πάρα πολύ! Αν έμενα στην κλασική μόνο και δεν είχα μπει στην προοδευτική μουσική μπορεί να γινόμουν ένας καλός μαέστρος συμφωνικής αλλά τότε για να γίνεις σολίστας και να σπουδάσεις στο εξωτερικό έπρεπε να έχεις λεφτά. Είναι ότι αρχίζει να συμβαίνει τώρα… Τώρα έχουν κάποιο απόθεμα κάποιοι. Τότε δεν είχαν… Μετά τον πόλεμο δεν υπήρχε τίποτα! Επομένως για να πάω εγώ στη Βιέννη έπρεπε να ξοδεύει ο μπαμπάς μου λεφτά για ενοίκια , για διατροφή… είχε κι άλλα παιδιά, τ’ αδέρφια μου… δεν γινόταν. Χρειάζονταν και γνωριμίες…


Πότε άρχισαν να σας γνωρίζουν ; Να αναγνωρίζουν το ταλέντο σας; Να λένε ότι αυτός ο νέος είναι καλός μουσικός;

Από την πρώτη στιγμή! Από την πρώτη στιγμή που πας να βγάλεις μεροκάματο και τα καταφέρνεις, έχει διαρρεύσει παντού! Η μουσική κοινωνία της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ μικρή εκείνη την εποχή.


Μετά πώς ξεφύγατε από τη Θεσσαλονίκη κι ήρθατε προς την Αθήνα;

Εκείνη την εποχή ο Πάνος Γαβαλάς ήθελε να έρθει στην Αθήνα με τον Χάρη Λεμονόπουλο που έπαιζε βιολί και μπουζούκι και μου κάναν πρόταση να κατεβούμε στην Αθήνα να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα μαγαζί, δίπλα στη «Νεράιδα». Έτσι λοιπόν με τις ευλογίες του μπαμπά μου και της μαμάς μου μπήκα στο τρένο για Αθήνα. Αλλά σε μια βδομάδα το μαγαζί έκλεισε γιατί δεν πήγε καλά το σχήμα. Αλλά πηγαίνοντας οι μουσικοί του Μουζάκη στη «Νεράιδα» με είχαν ακούσει να παίζω πιάνο κι όταν του έφυγε του Μουζάκη ο δικός του ο πιανίστας με πήρε ο Μουζάκης αφού έκλεισε το μαγαζί που εργαζόμουν.


Και μετά;

Για τρία-τέσσερα χρόνια ήμουν με τον Μουζάκη.


Πότε αρχίζετε να νιώθετε ότι εκτός από καλός μουσικός μπορούσατε να γράψετε και μουσική δική σας;

Είχα εδραιωθεί ως μουσικός πια στην Αθήνα και ήμουνα στις ηχογραφήσεις άλλων συνθετών. Έπαιζα στη Φίνος με τον Καπνίση. Ήμουν μόνιμος με τον Καπνίση! Πολλοί συνθέτες με παίρνανε να παίξω πιάνο στα κομμάτια τους.


Εσείς πότε νιώσατε….;

Δεν ένιωσα! Μου είπανε! Έρχονταν κάποιοι συνθέτες οι οποίοι δεν ήξεραν και πολύ καλή μουσική και μου έλεγαν «Γιωργάρα σε αυτό το κομμάτι δεν έχω εισαγωγή! Τι θα βάζαμε;» Εγώ έπαιζα κάτι και μου έλεγαν «Καταπληκτικό!» Μετά μου έλεγαν «Δε μου λες ρε Γιώργο, το φινάλε;». Έπαιζα κάτι εγώ «Α! Καταπληκτικό!» έλεγαν εκείνοι. «Τ΄ακόρντα είναι καλά;» με ρώταγαν. «Καλά είναι» τους έλεγα «αλλά αν βάζαμε κι αυτό (το έπαιζα)». Από πάνω, από το κοντρόλ, το άκουγαν που συνέχεια γινόταν αυτό το πράγμα. Ο Σπύρος ο Ράλλης, ο παραγωγός, με φωνάζει και μου λέει «Τι κόπανος είσαι! Κάθεσαι και φτιάχνεις των άλλων κομμάτια και δεν φτιάχνεις δικά σου!». Του λέω «Τι να γράψω αφού δεν έχω ούτε στίχους ούτε τίποτα!». «Θα σου δώσω εγώ», μου λέει, «στίχους της Σέβης Τηλιακού». Και το πρώτο κομμάτι που έγραψα ήταν με τη Μαρινέλλα και το «Κρίμα το μπόι σου». Το οποίο έγινε τεράστια επιτυχία εκείνη την εποχή. Ε! Όταν γίνεται μια επιτυχία πέφτουν όλοι επάνω σου μετά, φέρε (σ.σ. τραγούδι) και για τον Φίλιππα Νικολάου, φέρε και για την Χριστιάνα… Μετά έρχεται η Κολούμπια να γράψω με τον Μητσιά, με τη Γαλάνη… κι άμα επιτυγχάνεις συνέχεια δεν χρειάζεται και πολύ… έτσι μπήκα στο λούκι αυτό!


Κι όλα ξεκίνησαν από την επιτυχία που έκανε το 45άρι με το «Κρίμα το μπόι σου»!

Εκεί φαίνεται και η αγωνία του νέου συνθέτη να κάνει επιτυχία. Δηλαδή, δεν έγραψα ένα κομμάτι αργό με ανήσυχα πράγματα κλπ παρόλο που είχα μέσα την αρμονία και όλη τη δεξιοτεχνία που μπορεί να έχει ένας καλός μουσικός. Ήθελα να εξευμενίσω την προτίμηση του Ράλλη, να κάνω μια επιτυχία.


Αλλά η πίσω πλευρά από το 45άρι έχει το «Άφησα πόρτες ανοιχτές» (στίχοι Τ. Οικονόμου) που είναι τελείως διαφορετικό κομμάτι.

Τελείως! Είναι πολύ ωραίο. Θυμάμαι το έλεγε , τότε, στο ΣΤΟΡΚ η Μαρινέλλα και καθόμουν εκεί πέρα στο μπαρ και καμάρωνα. Κι έλεγα «Δικό μου κομμάτι και το τραγουδάει ο κόσμος!» Μετά πήγαινα στα τζουκ-μποξ πάταγα τα κουμπιά και το άκουγα…. Ναι! Έτσι είναι στην αρχή!

Οι επιτυχίες έρχονταν η μία μετά την άλλη είτε το επιδιώκατε είτε όχι. Από τα δώδεκα τραγούδια που έμπαιναν στον μεγάλο δίσκο, τουλάχιστον τα επτά με οκτώ έκαναν επιτυχία.

Έκανα ένα μεγάλο δίσκο το χρόνο, δεν έδινα συμμετοχές! Δώδεκα τραγούδια τη χρονιά! Τότε κάναμε δίσκους συντροφιάς! Πολλές φορές όταν κάναμε τη μίξη στα κομμάτια και τα έβαζα στη σειρά αφαιρούσα κάποιο και τα έκανα έντεκα γιατί κάποιο δεν μου άρεσε και έλεγα «λεκές». Σκεπτόμουν ότι κάποιος θα πάει να πηδήξει με τη βελόνα και θα πάει στο επόμενο κομμάτι αν το αφήσω γιατί είναι βαρετό , γιατί δεν είναι στην ατμόσφαιρα των υπόλοιπων κομματιών. Ή άλλαζα ένα κομμάτι ή το συμπλήρωνα για να το φέρω εκεί ώστε να είναι συντροφικός ο δίσκος. Να κάθεσαι να μιλάς με την παρέα σου , στο αυτοκίνητο και να μη λες «Παναγία μου! Τι είναι αυτό τώρα!» Τώρα βάζουν ένα κομμάτι καλό κι όλα τα άλλα δεν ακούγονται!


Δεν νομίζω να υπάρχει δίσκος σας που να μην έκανε επιτυχία!

Αποτυχίες δίσκων δεν είχα πέρα από το «Πίσω από τη βιτρίνα» (σ.σ. κυκλοφόρησε το 1981 από τη LYRA με ερμηνευτή τον Γιάννη Κούτρα) ο οποίος είναι εκπληκτικός δίσκος αλλά η «παντρειά» μας με τον Κούτρα και λόγω φρονημάτων και λόγω νοοτροπίας δεν προωθήθηκε! Ένα κομμάτι από κει βγήκε, το «Πόσο σ΄αγαπώ» αλλά όλα τα άλλα ανήσυχα κομμάτια που έκανα που είχαν και πολιτική χροιά δεν τα θέλαν από μένα.


Σ’ αυτό το τελευταίο να σταθούμε. Γιατί πιστεύετε συνέβαινε αυτό το πράγμα; 

Νομίζω ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη». Δηλαδή, τώρα εγώ ας πούμε με τους πολιτικοποιημένους συνθέτες της εποχής που ήταν οι πρώιμοι του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, οικογενειακά και σαν φυζίκ και σαν σπουδές ήμουν τελείως αντίθετος! Στην αντίπερα όχθη. Εγώ ήθελα να γίνω μουσικός πολίτης του κόσμου! Δηλαδή να μπορούσα να ακουστώ και στην Ιταλία και στη Γαλλία, στην Αγγλία. Δεν μ’ ενδιέφερε να κάνω κομμάτια που εξυπηρετούν ένα χώρο και μάλιστα να παίρνεις και γραμμή να γράψεις έτσι… Λοιπόν, επειδή δεν μπορείς να παίζεις στην Ελλάδα σε πολλά ταμπλό , ούτε καν σε δύο απ’ ότι φάνηκε με μένα, έγραψα εκπληκτικά κομμάτια πολιτικά, όπως στο δίσκο «Πίσω από τη βιτρίνα» τα οποία δεν προβλήθηκαν ποτέ! Όλα αυτά έχουν σχέση με τον πολιτικό χαρακτηρισμό του καλλιτέχνη.


Να ρωτήσω τώρα για ένα άλλο δίσκο που επίσης περιέχει πολύ ωραία τραγούδια και επιπλέον εμπεριέχει και μία απρόσμενη σύμπραξη! Αναφέρομαι στον δίσκο «Λεύκωμα» και στις δυο τραγουδίστριες που συμμετείχαν, τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Δήμητρα Γαλάνη. Αυτός ο δίσκος πώς προέκυψε; Εσείς είχατε την ιδέα γι’ αυτή την ένωση των δυο μεγάλων ερμηνευτριών;

Εγώ ήμουν σταυροφόρος στη δισκογραφία! Έλεγε ο Πάπας ότι θα πάμε να πάρουμε την Ιερουσαλήμ και ξεκινάγανε για να πάνε να την πάρουνε. Εγώ δεν έπαιρνα ποτέ τηλέφωνο στη δισκογραφική εταιρία να τους πω να κάνω δίσκο. Με προλαβαίνανε. Με παίρνει ο Μακράκης «Γιώργο έχω μια ωραία ιδέα να κάνουμε ένα δίσκο με τη Γαλάνη και τη Μοσχολιού;». «Μέσα!» του λέω. Δεν πήγα εγώ ποτέ σε δημοσιογράφο να ζητήσω συνέντευξη ούτε σε στιχουργό έχω πάει, ούτε σε εταιρία έχω πάει να μου κάνουν δίσκο. Ποτέ! Όλα ξεκινάνε από τις εταιρίες.


Τι θυμάστε από αυτό το δίσκο;

Πόσο με πείραζε η Μοσχολιού! Καθόταν στα γόνατά μου και μου’ κανε πλάκες. Κι ήταν και η Γαλάνη εκεί και γέλαγε! (γέλια)


Με τη Γαλάνη κάνατε κι άλλους δίσκους, εκτός από το «Λεύκωμα».

Με τη Γαλάνη κάναμε το «Έχει ο θεός» που τραγουδάει κι ο Μητσιάς, κάναμε τη «Διαδρομή» , μετά κάναμε το «Λεύκωμα», μετά τις «Εικόνες» με το «Ζω» μέσα, κι αργότερα με τη Νικολακοπούλου μαζί το «Παιχνίδι για δύο».


Απ’ ό,τι φαίνεται –από τις πολλές σας συνεργασίες-με τη Δήμητρα Γαλάνη βρήκατε πολλά κοινά στοιχεία! 

Νομίζω ότι είναι η τραγουδίστριά μου η Δήμητρα Γαλάνη. Ήταν μαζί μου δεκαπέντε χρόνια! Και στον κινηματογράφο έχει τραγουδήσει τραγούδια μου και σε συναυλίες, πάντα την έπαιρνα μαζί μου! Δεκαπέντε συναπτά χρόνια !


Με την Μαρινέλλα εκτός από 45άρια κάνετε και δυο ολοκληρωμένες δουλειές, τους δίσκους « Η Μαρινέλλα του Σήμερα» (1978) και «Για σένα τον άγνωστο» (1983). Και οι δυο έκαναν μεγάλη επιτυχία αφού έγιναν χρυσοί και πλατινένιοι. Τα τραγούδια που βγήκαν από αυτούς τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.

Θυμάμαι ότι ήτανε μια συνεργασία που την περιμέναμε μετά από την επιτυχία που κάναμε με τα μικρά δισκάκια το ‘70 . Εγώ είχα πάρα πολύ ανεβεί τότε σε επικαιρότητα λόγω του τραγουδιού «Μάθημα σολφέζ» και με πήρε ο Αντύπας (σ.σ. ο τότε Διευθυντής της Polygram) και μου είπε πως ήρθε ο καιρός να κάνετε ένα δίσκο με τη Μαρινέλλα. Κι έγινε αυτός ο δίσκος του 1978. Έγινε χαμός!


Ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει κάποιο τραγούδι του δίσκου αυτού που να μην έγινε γνωστό.

Όλα έγιναν! Δεν ξέρω ίσως για το τραγούδι ,που μ’ αρέσει εμένα πάρα πολύ, (τραγουδάει) «Σ’ είδα στ΄ όνειρό μου Ευτυχία….» (σ.σ. πρόκειται για το τραγούδι «Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου).


Πολύ ιδιαίτερο είναι και το «Έγιν΄ο κόσμος καφενές»

Ναι. (τραγουδάει) «Όλοι χωρούν σ΄ αυτή τη γη…».




Τελικά οι επιτυχίες αυτές άντεξαν στο χρόνο, αφού η Μαρινέλλα τα τραγουδά ακόμα στις εμφανίσεις της κι κόσμος τα σιγοτραγουδά, μικροί και μεγάλοι.

Το προνόμιο αυτό δεν είναι μόνο δικό μου βέβαια. Το έχουν κι άλλοι συνθέτες. Γιατί γράφαμε διαφορετικά απ΄ ό,τι γράφουν σήμερα. Τότε δουλεύαμε τρεις άνθρωποι για ένα τραγούδι. Ο συνθέτης, ο στιχουργός κι ο τραγουδιστής. Σήμερα τα κάνει ένας όλα! Και τα τραγουδάει και γράφει στίχους και τα παίζει… Κι αν δεν κάνει και τα τρία, κάνει τα δυο.


Πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχουν τρεις άνθρωποι για να κάνουν ένα τραγούδι;

Βεβαίως! Πρέπει να υπάρχουνε τρεις!


Παράλληλα με τη δισκογραφία ασχοληθήκατε και με τον κινηματογράφο κι αργότερα και με την τηλεόραση. Η πρώτη ταινία ήταν το «Σ’ αγαπώ»;

Όχι. Η πρώτη ταινία ήταν σε σκηνοθεσία του Δαλιανίδη «Οι αμαρτωλοί» . Εκεί ήταν πρώτη εμφάνιση της Μπέτυς Λιβανού και του Χρήστου Νομικού.


Η μουσική της ταινίας αυτής, δυστυχώς, δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο.

Όχι. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε τότε. Εμείς γράφαμε για τον κινηματογράφο σε μέρη μικρά, π.χ. τριάντα δευτερόλεπτα φιλάει το κορίτσι, ένα δευτερόλεπτο κυνηγιέται ο ένας ηθοποιός με τον άλλον, εδώ πέφτει ξύλο κι ήταν ρετάλια… Μετά «ξυπνήσαμε» και κάναμε ολοκληρωμένα θέματα οπότε έπαιρνε ο μοντέρ ένα μέρος από κει αλλά το κομμάτι ήταν τρία λεπτά, έτσι γίνεται soundtrack!


Η πρώτη ενασχόληση με τον κινηματογράφο ήταν κατευθείαν στον Φίνο;

Κατευθείαν στον Φίνο, ναι.


Οι αναμνήσεις από κείνα τα χρόνια;

Θυμάμαι ότι είχα μεγάλη αγωνία γιατί τότε έπρεπε να γράψεις με μεγάλη ορχήστρα, να κάνεις ενορχηστρώσεις, να τα συνθέσεις, να τα διευθύνεις και να τα ηχογραφήσεις. Καλά, είχα εμπειρία από την ορχήστρα της ΕΡΤ στη διεύθυνση κι από αυτά που είχα σπουδάσει. Δε σου αφήναν και πολλά περιθώρια. Το τελευταίο πράγμα που ήταν να γίνει σε μια ταινία αφού γινόταν το μοντάζ ήταν η μουσική κι ήδη είχαν προγραμματίσει τις αίθουσες προβολής. Και σου’ λεγε ο Φίνος ότι «σε μια βδομάδα βγαίνουμε»! Πήγαινες σήμερα ή αύριο το πρωί με τον σκηνοθέτη να πάρετε μέτρα για την ταινία και σε τέσσερις –πέντε μέρες να ήταν έτοιμη η μουσική! Εκεί να δεις τι γινόταν!


Σήμερα, εμείς οι ακροατές, ακούγοντας αυτές τις μουσικές δεν καταλαβαίνουμε καμιά προχειρότητα ή βιασύνη.

Πάνω στο άγχος να προλάβεις κάτι και να μεγαλουργήσεις, όσο μπορείς, γίνονται τα καλύτερα πράγματα!


Στην ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ» έγινε ένα σπάνιο σμίξιμο. Εσείς γράψατε τη μουσική και ο Μάνος Λοΐζος τα τραγούδια. Πώς προέκυψε αυτό το «πάντρεμα»;

Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Με πήρε τηλέφωνο ο σκηνοθέτης (σ.σ. ο Τάκης Βουγιουκλάκης). «Υπάρχουν κομμάτια έτοιμα», μου λέει, «του Λοΐζου τα οποία θέλουμε να βάλουμε μέσα γιατί εξυπηρετούν το έργο κι εσύ να κάνεις την υπόλοιπη μουσική. Έχεις καμιά αντίρρηση;». «Όχι», του λέω , «εγώ τον εκτιμώ πάρα πολύ τον Μάνο τον Λοΐζο!» Κι έτσι, έγινε!


Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη Eurovision ; Πήρατε μέρος το 1977 μ΄ένα τραγούδι που αγαπήθηκε πολύ, το «Μάθημα σολφέζ». Μιλήστε μας για κείνες τις στιγμές.

Εγώ δεν ήμουν αρνητικός για τη Eurovision, αλλά υπήρχε μια περιρρέουσα κατάσταση ότι ήταν πανηγυράκι. Πέρα από το πανηγυράκι που είχε πει ο Χατζιδάκις και όλοι οι άλλοι υπήρχε και το γεγονός ότι η Ελλάδα πάντα πάτωνε! Τσατιζόμουνα κι έλεγα , είναι δυνατόν! Καθόμουν μια μέρα στο πιάνο και είχα γράψει μια μουσική που ήταν του «Μαθήματος σολφέζ» χωρίς τα λόγια. Η Μαρία (σ.σ. η σύζυγός του) είναι πάνω μαγειρεύει και μου λέει «Τι ωραίο κομμάτι είναι αυτό! Τι ωραία μελωδία είναι αυτή! Γιατί δεν το στέλνεις στη Eurovision;» . «Τι λες ρε Μαρία», της λέω, «έτσι και βάλουμε ελληνικά λόγια σ’ αυτό θα γίνει ένα τίποτα…» . Μου μπήκε το μικρόβιο όμως και κάθισα και σκέφτηκα. Αφού έχουμε το πρόβλημα της γλώσσας ίσως γι’ αυτό πάμε και τελευταίοι. Ποιος είναι ένας διεθνής κώδικας; Κι αμέσως σκέφτηκα τη μουσική. Δε βάζω τις νότες; Έχω κάνει το ρεφρέν έτσι μόνος μου. Παίρνω τη Σέβη την Τηλιακού, της λέω την ιδέα και μου λέει πως είναι καταπληκτική! Κάθεται κι εκείνη γράφει τα κουπλέ. Μαζεύω τα παιδιά, κάνω μια ηχογράφηση, το στέλνω, βγαίνει πρώτο στην επιτροπή! Ο Φρέντυ Γερμανός με πήρε τηλέφωνο μόλις τέλειωσε η επιτροπή και μου λέει «Ρε Γιώργο τι έχεις κάνει! Έχεις κερδίσει τη Eurovision με αυτό το τραγούδι!» Το υποστήριξε το τραγούδι και η Polygram αλλά δεν κερδίσαμε τελικά!


Σε όλη αυτή τη μουσική διαδρομή σας συνεργαστήκατε με πολύ σημαντικούς στιχουργούς. Με τον Μιχάλη τον Μπουρμπούλη, με τον Λ.Παπαδόπουλο, την Λίνα Νικολακοπούλου, τον Γ. Κανελλόπουλο, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Μ. Κουφιανάκη… Τι θυμάστε από αυτές τις συνεργασίες; 

Από τον Μάνο Ελευθερίου θυμάμαι το ουισκάκι που πίναμε. Του άρεσε να πίνουμε εδώ πέρα ουισκάκι πριν συζητήσουμε για τα κομμάτια του. Με τον Μιχάλη τον Μπουρμπούλη θυμάμαι τη συνεργασία μας που κάναμε για τα σήριαλ που γράψαμε. Υπήρχε μια εγκαρδιότητα μεγάλη μεταξύ μας. Με τον Λευτέρη είμαστε και παρεΐτσα, αλλά δεν κάναμε πολλά πράγματα. Δεν τον πρόλαβα. Έχει δημιουργήσει ένα υπόβαθρο με συνεργασίες οπότε ήταν κάπως «όμηρος» αυτών οπότε δεν μου έδινε εμένα. Μετά κάναμε ένα δίσκο με την Κανελλίδου, κάναμε τον «Ανθρωπάκο», κάναμε τη μισή πλευρά του «Πίσω από τη βιτρίνα», δεν κάναμε μεγάλη συνεργασία… Ήμουν όψιμος συνεργάτης.



Μια άλλη συνεργασία σας που έβγαλε υπέροχα τραγούδια ήταν με τον Νίκο Γκάτσο.

Με τον Νίκο Γκάτσο κάναμε έναν σπουδαίο δίσκο με την Νάνα Μούσχουρη που κυκλοφόρησε και στο εξωτερικό σε πολλές χώρες…


Τι θυμάστε από την επαφή σας με τον Γκάτσο;

Ο Γκάτσος είναι η έμπρακτη διανόηση του ανθρώπου! Ένας άνθρωπος με χιούμορ. Μ’ αγαπούσε πάρα πολύ! Ήθελε μελωδίες από μένα. Στα δώδεκα κομμάτια του δίσκου ίσως δυο –τρία γράφτηκαν πάνω σε στίχους του. Του άρεσε να εμπνέεται μέσα από τη μελωδία κι εκεί πάνω να γράφει.


Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που θα θέλατε να συνεργαστείτε αλλά δεν τα καταφέρατε; Οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν;

Καταρχήν έχω συνεργαστεί με όλους! Δεν μου έχει λείψει κανείς! Ο μόνος που δεν κάναμε κάτι ήταν ο Νταλάρας. Αλλά είμαστε σε διαφορετικές εταιρίες. Εγώ ήμουν στην Κολούμπια κι εκείνος στη Μίνως. Είχαμε κάνει κάποια πράγματα. Στο «Άσπρο-μαύρο» (σ.σ. δίσκος του 1974 σε στίχους Σώτιας Τσώτου) επρόκειτο να τραγουδήσει ο Νταλάρας αλλά τελικά δεν έγινε…


Μιλήστε μας για το «έργο της ζωής σας» όπως το χαρακτηρίσατε, τον «Μεγαλέξανδρο».

Από μικρά παιδιά, όλοι οι Θεσσαλονικείς, έχουμε μία ευαισθησία στο θέμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου! Ίσως παραπάνω απ’ ότι πρέπει αλλά μας ποτίζουν από το σχολείο, ο Μεγαλέξανδρος, ο Μεγαλέξανδρος… Έτσι μεγαλώνουμε με την αίσθηση ότι ο Μεγαλέξανδρος είναι ένας προστάτης-άγιος της Μακεδονίας. Επομένως πάντα μέσα μου υπήρχε η επιθυμία να βρω έναν τρόπο να εκφραστώ γι΄ αυτό το πρόσωπο μέσα από τη μουσική μου. Με πλησίασε ο Γιώργος ο Παπακώστας και μου είπε ότι έχω ένα έργο για τον Μεγαλέξανδρο. Κάθισα, λοιπόν, έφτιαξα κάποια πράγματα, είχα κάνει κι ένα ντοκιμαντέρ του Σοφιανού, τότε κι είχε κάποια θέματα εκεί και τα προσάρμοσα και βγήκε ένα έργο, συμφωνική καντάτα η οποία ξεχώριζε για την μορφολογία. Δηλαδή ήτανε και κλασικό έργο αλλά μπορούσες και να το τραγουδήσεις. Κι ερμηνεία του Πέτρου του Γαϊτάνου συνέβαλε πάρα πολύ γιατί την εμφάνιση αυτή του ανθρώπου ο οποίος πιστεύει αυτό που λέει , έχει μια ειλικρίνεια δηλ. , δεν υποδύεται ο Γαϊτάνος όταν τραγουδάει, πολλοί λίγοι τραγουδιστές το έχουν αυτό! Επειδή έχω στομώσει τον εαυτό μου και τον κόσμο με τα ερωτικά μου τραγούδια στα ανήσυχά μου έργα ήθελα να είμαι πιο επιθετικός γι’ αυτό και τα θέματά μου είχανε μέσα πόλεμο, επαναστάσεις…


Υπάρχουν κάποια σχέδια για να ξαναπαρουσιαστεί; Ή κάτι άλλο καινούριο;

Ε, τώρα είναι ο «Ελ Γκρέκο»! Κάτι συζητάμε για την όπερα αυτή. Αλλά δεν ξέρω με την οικονομική κατάσταση αυτή… Θέλουν πολλά λεφτά αυτά τα έργα! Είναι όπερα! Θέλει χορογράφους, σκηνοθέτες, σκηνικά, κοστούμια… Πού να τα βρούμε όλα αυτά τα λεφτά; Ποιος θα μας τα δώσει; Το ετοιμάζω, πάντως, εγώ το έργο… Στόχος είναι να παρουσιαστεί το 2014!


Τα πράγματα με τη δισκογραφία δείχνουν να έχουν πια τελειώσει;

Εγώ το’ λεγα από χρόνια πως έχει τελειώσει!


Εσείς με την εμπειρία σας, γιατί πιστεύετε ότι έφτασε εδώ που έφτασε; Γιατί σε αυτή την άσχημη κατάσταση είχε φτάσει η δισκογραφία πριν έρθει η χώρα σε τέτοια δύσκολη οικονομική θέση.

Ε! Καλά! Δεν το συζητάμε! Κοιτάξτε, τώρα έχει εκφυλιστεί η δισκογραφία. Από την πειρατεία, μετά η τεχνολογία έδωσε το δικαίωμα σε πάρα πολύ κόσμο που είχε έφεση -όχι ταλέντο και χάρισμα- να εξωτερικεύσει αυτή την έφεση κάνοντας μουσική κι έγινε ένας χαμός από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που ασχολούνται γράφοντας ότι τους κατέβει! Μετά βγήκε κι τηλεόραση που έβγαζε όλα τα κοριτσάκια και τ΄ αγοράκια που ήταν όμορφα. Ύστερα ήρθε και την αποτέλειωσε το ίντερνετ που ότι κάνεις μπορεί να το πάρει καθένας τζάμπα! Δεν θέλει άλλα για να τελειώσει μια κατάσταση!


Φως υπάρχει; Βλέπετε;

Δε βλέπω φως, τουλάχιστον με τη μορφή που ξέρουμε τη μουσική σήμερα! Όπως είχε γίνει και παλιότερα, όταν είχε γίνει αυτή η κλασικοποίηση της μουσικής και βγήκε η όπερα μετά τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ κτλ και αποθεώθηκε στην Ευρώπη με όλους τους κλασικούς μουσικούς, μετά έσβησε! Τότε λέγανε κάποιοι σαν και μας που συζητάμε, δεν θα σβήσει ποτέ η όπερα και κάποιος άλλος σαν και μένα έλεγε, νομίζω ότι έχει τελειώσει η ιστορία. Με τη μορφή που ξέρουμε εμείς τη μουσική δεν θα υπάρξει πια.


Άρα να υποθέσω ότι δεν θα σας ενδιαφέρει η ιδέα πια να κυκλοφορήσετε ένα νέο cd;

Α πα πα! Και δεν είναι τώρα! Το έχω αποδείξει κιόλας! Τελευταίος μου δίσκος με τραγούδια ήταν το «Επίθεση αγάπης» με τον Πάριο το 1991! Τότε μου είπε η εταιρία ότι Γιώργο πρέπει να ξεχάσουμε τους συνθέτες να μπαίνουν στην προθήκη του εξωφύλλου, στο εξώφυλλο το όνομά τους! Και είπα, παιδιά «bye-bye»! Κι έτσι έγινε το τέλος! Βέβαια κάνω συναυλίες, γράφω soundtrack…


Υπάρχουν παιδιά καινούρια που τώρα ξεκινάνε να γράφουν μουσική. Εσείς με τη γνώση και την εμπειρία που διαθέτετε, τι θα τους συμβουλεύατε;

Να μην σταματήσουν τις σπουδές τους και παράλληλα να κάνουν το «ψώνιο» τους, να γράφουν. Μη βασιστούν ότι μπορεί να κερδίσουν τη ζωή τους μέσα από τη σύνθεση!


Κύριε Χατζηνάσιε, σας ευχαριστώ πολύ!

Παρακαλώ!




Φωτογραφίες: Ντίνος Διαμαντόπουλος, Γιώργος Πασχαλίδης και από το προσωπικό αρχείο των Φρέντυ Πυτιλάκη και Κώστα Πατσαλή.
Πηγές: e-orfeas.gr, flowmagazine.gr
Μουσική: Soundtrack από την ταινία "Το αγκίστρι" 1975 σε σύνθεση του Γιώργου Χατζηνάσιου.

1 σχόλιο:

Σχόλια που περιέχουν άσεμνο περιεχόμενο ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.

Φόρμα άμεσης επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *