Ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου, όπως ήταν το κανονικό όνομα του Μιχάλη Σουγιούλ, γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας στις 16 Οκτωβρίου του 1906. Η οικογένεια του μεταβαίνει στην Αθήνα, έξι μήνες περίπου πριν από την Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Αυτός, 16 χρονών αγόρι τότε, έχει αρχίσει ήδη τα μαθήματα μουσικής από τη Σμύρνη.
Δύο χρόνια μετά, του δίνεται η πρώτη ευκαιρία να παρουσιαστεί μπροστά στο κοινό σε ένα κέντρο της Τρίπολης όπου η οικογένεια Σουγιουλτζόγλου παραθερίζει. Επειδή φοβόταν την αντίδραση των γονιών του, ψάχνοντας ένα ψευδώνυμο, βρίσκει το Μικαέλ ντε Σολέγιο όπου τον συστήνει στο πρώτο κοινό του. Τότε ήταν που εντυπωσίασε με το παίξιμο του, ενώ μετά από ένα ταξίδι στη Γαλλία, επιστρέφει σε εκείνο το κέντρο της Τρίπολης και κάπως έτσι ξεκινάει μία μεγάλη πορεία, ως Σουγιούλ πλέον, ενώ το 1925 δημιουργεί μία τζαζ ορχήστρα και ουσιαστικά τότε αποφασίζει να ασχοληθεί με την μουσική. Συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Εντουάρντο Μπιάνκο και ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος όπου είναι ο ακορντεονίστας στις ορχήστρες τους. Την ίδια εποχή ξεκινά και την καριέρα του ως συνθέτης και κάποια από τα τραγούδια του δισκογραφούνται. Μία από τις πρώτες του μεγάλες επιτυχίες ήταν το «Για μας κελαηδούν τα πουλιά» που το τραγούδησε η Σοφία Βέμπο σε πρώτη εκτέλεση, αν και δισκογραφικά έγινε επιτυχία με τον Νίκο Γούναρη. Πολυγραφότατος συνθέτης μουσικής και τραγουδιών έγραψε τάνγκο, βαλς, ρομάντζες, δημοτικοφανή, πατριωτικά, χασάπικα, ζεϊμπέκικα και σχεδόν πάντα με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πολλοί άνθρωποι της μουσικής τον έχουν χαρακτηρίσει ως ιδιοφυΐα. Ο ίδιος συχνά έλεγε πως οι μεγαλύτερες επιτυχίες του «γράφτηκαν στο πόδι», κάτι που επιβεβαιώνει αρκετά χρόνια μετά και η κόρη του Ηρώ σε συνεντεύξεις της που θυμάται τον πατέρα της να κάθεται στο πιάνο και σε 5 με 10 λεπτά μετά να γεννιέται ένα καινούριο τραγούδι..
Αναμφισβήτητα, η πλέον μακρόχρονη συνεργασία του Σουγιούλ με έναν τραγουδιστή, θα είναι αυτή με τη Βέμπο. Μαζί της έχει ξεκινήσει δισκογραφικά και κρατούν μια συνεχή συνεργασία με αποκορύφωμα τα «τραγούδια του ’40», και θα καταλήξουν στα «αρχοντορεμπέτικα» και τις «ρομάντζες» των χρόνων του ’50. Η τελευταία φορά που θα τραγουδήσει καινούρια τραγούδια του Σουγιούλ στη σκηνή η μεγάλη τραγουδίστρια, είναι το καλοκαίρι του 1957. Στη κωμωδία «Στουρνάρα 288», η Βέμπο με τον διπλό ρόλο, του… εαυτού της αλλά και της ξεπεσμένης παλιάς βεντέτας, θα τραγουδήσει το «Αχ! Να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά», του Σουγιούλ. Το «Αρχοντορεμπέτικο» υπάρχει στη δισκογραφία, από τη δεκαετία του ’30. Μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε για τραγούδια με αντίστοιχη θεματολογία και μουσική καταγωγή. Συνθέτες κυρίως προερχόμενοι από την ελαφρά μουσική, προσπαθούν να γράψουν με λαϊκή θεματολογία και ρυθμούς. «Ο Σουγιούλ είναι που άνοιξε το δρόμο», ομολογεί ο Γιώργος Μουζάκης, άξιος συνεχιστής και ίσως ο πιο γνωστός, μετά τον Σουγιούλ, συνθέτης που γράφει αρχοντορεμπέτικα. Το πρώτο τραγούδι του είδους που έγραψε ο Σουγιούλ, ήταν το «Τραμ το τελευταίο» για την επιθεώρηση «Άνθρωποι, άνθρωποι» σε ένα νούμερο του Σακελλάριου για την Σπεράντζα Βρανά. «Λαϊκό» νούμερο όπως το είχε χαρακτηρίσει στον συνθέτη ο θεατρικός συγγραφέας, προκαλώντας δυσφορία στον Μιχάλη Σουγιούλ που μέχρι τότε δεν είχε γράψει κάτι ανάλογο. Εκεί ήταν που ο Σουγιουλ του λέει «εντάξει θα το γράψω, αλλά δεν θα το πούμε ρεμπέτικο, θα το πούμε αρχοντορεμπέτικο». Σε μια αφήγησή του για τον Σουγιούλ ο Χρήστος Γιαννακόπουλος αναφέρει: «Τέτοιος ήτανε ο κατακαημένος ο Μιχάλης: πρωταθλητής του πενταγράμμου, πρωταθλητής του πιρουνιού, πρωταθλητής του ποτηριού, πρωταθλητής της ευγένειας και της καλοσύνης». Η κόρη του Ηρώ, θυμάται τον πατέρα της να λέει πως «Τώρα γράφω αυτά που μου ζητάνε, αργότερα θα γράψω αυτά που θέλω» εκφράζοντας τον πόθο του να γράψει κάποια μέρα κλασική μουσική. Δυστυχώς δεν πρόλαβε..
Μόλις στα 52 του χρόνια και μετά από πάλη τριών ημερών με το θάνατο ο συνθέτης υπέκυψε, τελικά, το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου 1958 από καρδιακή προσβολή. Η είδηση του θανάτου του, έκανε πλήθος κόσμου να βρεθεί έξω από το σπίτι του εκείνη τη μέρα, καθώς και τον καλλιτεχνικό κόσμο να πενθεί για τον μεγάλο συνθέτη. Κηδεύτηκε με τιμές στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών την επόμενη μέρα. Τα τραγούδια του Σουγιούλ θα επιβιώσουν της σαρωτικής “λήθης” που υπέστη το λεγόμενο “ελαφρό” τραγούδι εκείνης της περιόδου στο πέρασμα των δεκαετιών. Θα φτάσουν στις μέρες μας, όχι μόνο ως μνημεία μιας εποχής, αλλά και ως έκφραση γλεντιού και έρωτα και των νεότερων γενεών, δίνοντας ραντεβού και με εκείνους που θα τον ακούσουν σίγουρα και στο μέλλον..
parallaximag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που περιέχουν άσεμνο περιεχόμενο ΔΕΝ θα δημοσιεύονται.